παρεκτρέπω

παρεκτρέπω
ΝΜΑ
1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω
2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι
μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο
β) παραφέρομαι, γίνομαι έξω φρενών, αφηνιάζω
νεοελλ.
μτφ. βγάζω κάποιον έξω από τον δρόμο τής ηθικής, τόν παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
αρχ.
1. μτφ. α) (κυρίως σχετικά με κακό) κάνω κάτι να παρεκκλίνει, αποτρέπω, αποφεύγω κάτι («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῑν» — παρασκευάζοντας μέσο εκφυγής για να μην πεθάνουν, Ευρ.)
β) διαστρέφω, παραμορφώνω
2. παθ. παρεκτρέπομαι
υφίσταμαι εκτροπή προς τα πλάγια, παθαίνω παρέκκλιση («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῡ», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρεκτρέψω — παρεκτρέπω turn aside aor subj act 1st sg παρεκτρέπω turn aside fut ind act 1st sg παρεκτρέπω turn aside aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτετραμμένων — παρεκτρέπω turn aside perf part mp fem gen pl παρεκτρέπω turn aside perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτρέπει — παρεκτρέπω turn aside pres ind mp 2nd sg παρεκτρέπω turn aside pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτρέποντα — παρεκτρέπω turn aside pres part act neut nom/voc/acc pl παρεκτρέπω turn aside pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτετραμμέναις — παρεκτρέπω turn aside perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτετράφθαι — παρεκτρέπω turn aside perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτραπείς — παρεκτρέπω turn aside aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτραπῆναι — παρεκτρέπω turn aside aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτραπῇ — παρεκτρέπω turn aside aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτραπῇς — παρεκτρέπω turn aside aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”